Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το έμβρυο αποτελεί αντικείμενο συνεχών ελέγχων και συζητήσεων, γύρω από τη σωματική του ανάπτυξη και υγεία. Η μέλλουσα μητέρα επισκέπτεται ειδικούς, δέχεται συμβουλές, προσέχει τη διατροφή της, προσπαθεί να κόψει βλαβερές συνήθειες και να αποκτήσει καινούργιες ωφέλιμες, ώστε το παιδί που θα φέρει στον κόσμο να είναι γερό και υγιές.
Αλλά, σε ό,τι αφορά την ψυχική του υγεία και εξέλιξη, οι περισσότεροι γονείς δείχνουν να μην προβληματίζονται και να μην έχουν καν επίγνωση της ύπαρξης τους πριν από τη στιγμή του τοκετού. Συνήθως περιμένουν τη γέννηση του παιδιού για να σχετισθούν μαζί του και να αντιμετωπίσουν τις ψυχικές του ανάγκες. Στη μήτρα, μαζί με τη σωματική ωρίμανση του εμβρύου, εξελίσσεται και η ψυχική. Δεν πρέπει να θεωρείται η στιγμή της γέννησης σαν μια αρχή της ψυχικής ζωής του παιδιού, έτσι όπως δε σηματοδοτεί ούτε την πλήρη νευρική του ωρίμανση. Ο τοκετός δεν είναι μόνο η στιγμή της αναγκαίας εξόδου του παιδιού από το σώμα της μητέρας, λόγω των διαστάσεων του κεφαλιού του και της γήρανσης του πλακούντα. Είναι το πέρασμα από ένα περιβάλλον σε ένα άλλο. Το μωρό, τόσο μέσα στη μήτρα όσο και έξω από αυτή, ωριμάζει, εξειδικεύεται στις διάφορες λειτουργίες, αισθάνεται, αντιδρά. Η περίοδος πριν από τον τοκετό, κατά τις απόψεις των τελευταίων χρόνων, εμφανίζεται σαν ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο κεφάλαιο της ζωής μας.
Είναι πολυάριθμες οι μελέτες γύρω από την προγεννητική ζωή, όχι πια απλά θεωρίες και φωτισμένες αντιλήψεις, αλλά έρευνες βασισμένες σε αντικειμενικά κριτήρια και με κρίσιμα στοιχεία στον χώρο της φυσιολογίας, της νευρολογίας, της βιοχημείας και της ψυχολογίας. Τα αποτελέσματα είναι ομόφωνα: τουλάχιστον από τον έκτο μήνα της κύησης (αλλά λίγα ακόμα γνωρίζονται για την προηγούμενη περίοδο), το έμβρυο αισθάνεται, δέχεται πολλά μηνύματα, ταράζεται, αντιδρά, θυμάται, μαθαίνει. Είναι ένα ον προικισμένο με πολλές ικανότητες και μεγάλη ευαισθησία σε διάφορα ερεθίσματα, στα οποία αντιδρά ενεργητικά. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στην εγκατάλειψη της εικόνας του παθητικού και νωθρού πλάσματος που έχουμε συνηθίσει, για μια άλλη εικόνα του εμβρύου, πολύ πιο ζωντανή. Επίσης οι ψυχοθεραπευτές επιβεβαιώνουν πως πολλές διαταραχές, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές, πηγάζουν είτε από μια ενδομήτρια ζωή ιδιαίτερα «δύσκολη» για το έμβρυο είτε από τις τραυματικές συνθήκες του τοκετού. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να ξέρουν οι γονείς περισσότερα γύρω από τη ζωή του εμβρύου, ώστε να μπορούν να δώσουν στο παιδί τους την οφειλόμενη σημασία ήδη από αυτή την περίοδο της ύπαρξης του και να του προσφέρουν ότι χρειάζεται για την υγεία του, όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική.
Η ψυχική υγεία, βέβαια, περιλαμβάνει τη σωματική: όπως, μετά τη γέννα, το μωρό που ζει σε ένα ήρεμο περιβάλλον, με αίσθημα αποδοχής και εμπιστοσύνης, μεγαλώνει καλύτερα και αρρωσταίνει λιγότερο, έτσι και μέσα στη μήτρα το έμβρυο αισθάνεται τα μηνύματα θετικά ή αρνητικά της μητέρας, την επαφή ή την άρνηση της, και μεγαλώνει ανάλογα. Με την προγεννητική ψυχολογία γίνεται κατανοητή η έννοια και η σημασία του ρόλου των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, η οποία, με τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις της, καθοδηγεί την ψυχική συγκρότηση του παιδιού της ήδη από τη μήτρα. Ο δεσμός μητέρας-παιδιού είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.
Δρ. Μαρία Σοφολόγη
Επιστημονικά Υπεύθυνη
Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Ενηλίκων Ημαθίας